- κρέοντος
- κρέωνrulermasc gen sgκρείωνrulermasc gen sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κρέοντος — Κρέων ruler masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
MENOECEUS — iuvenis Thebanus, Creontis fil. qui, cum Thebanis eô tempore, quô ab Argivis obsidebantur, redditum esset oraculum, urbem salvam fore, si ultimus ex Cadmi posteris spontaneâ se morte manibus eius devoveret, intelligens, oraculum illud ad se… … Hofmann J. Lexicon universale
КРЕОНТ — (Κρέων род. падеж Κρέοντος), в греческой мифологии: 1) брат фиванской царицы Иокасты; после гибели обоих сыновей Эдипа К. занимает фиванский престол и издаёт приказ о том, чтобы один из двух братьев Этеокл был похоронен со всеми почестями, а тело … Энциклопедия мифологии
SPARTAE seu SPARTI — SPARTAE, seu SPARTI Graece ςπαρτοὶ, h. e. Sati, peculiari appellatione dicti sunt Dentigenae illi, qui e serpentis dentibus a Cadmo disseminatis orti credebantur. Aeschylus VII. Theb. Σωαρτῶν δ᾿ ἀπ᾿ ἀνδρῶν, ὧν Ἄρης ἐφείσατο Ῥίζωμ᾿ ἀνεῖται. κάρτα… … Hofmann J. Lexicon universale
εφάπτομαι — (ΑΜ ἐφάπτομαι και ἐφάπτω, ιων. τ. ἐπάπτω) μέσ. 1. εγγίζω κάτι στην εξωτερική του επιφάνεια, έρχομαι σε επαφή με κάτι, πιάνω, ακουμπώ σε κάτι («τοίχων ἐφαψάμενος», Φιλοστόργ.) 2. μαθημ. ακουμπώ, έχω ένα κοινό σημείο με κάποια καμπύλη νεοελλ. (το… … Dictionary of Greek
προστάτης — Αδενομυϊκό όργανο που ανήκει στο γεννητικό σύστημα του άνδρα· έχει σχήμα και διαστάσεις κάστανου, βρίσκετα κάτω από την ουροδόχο κύστη και περιβάλλει το αρχικό τμήμα της ουρήθρας. Οι αδένες του π. εκκρίνουν ένα γαλακτώδες υγρό, που έχει την… … Dictionary of Greek